στεγανογραφία

στεγανογραφία
η, Ν
ονομασία κρυπτογραφικής γραφής τού 16ου αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. steganographie (< στεγανός + -γραφία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στεγανογραφικός — ή, ό, Ν σχετικός με τη στεγανογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Δ. Κυριακό] …   Dictionary of Greek

  • στεγανογράφος — ο, Ν αυτός που έχει γνώση και πείρα τής στεγανογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγανός + γράφος* (βλ. λ. στεγανογραφία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”